Documentation sélectionnée
Documents Audio
Interview de Manolis Grammatikakis par Maurice Born (1971)
Le médecin Emmanuel Grammatikakis est arrivé sur l’île de Spinalonga en 1924. Il était le médecin en chef (et le seul) et servait en même temps comme directeur, juge et chef de la police de l’île. Il est resté en poste jusqu’en 1952, soit pendant 28 ans. Vers la fin de son mandat, il a été nommé médecin agréé par le préfet (médecin de ville) et il a occupé les deux postes pendant un certain temps.
- Όταν μπήκα και βρήκα το λεπροκομείο, βρισκόταν σε εμβρυακή κατάσταση [...] δηλαδή λειτουργούσε σε πρωτογενή κατάσταση. Χωρίς θεραπεία [...] αντιλεπρική. Η παρεχόμενη ιατρική περίθαλψη ήταν ασήμαντη, διότι οι γιατροί δεν ζούσαν εκεί, αλλά στον Άγιο Νικόλαο ή στα χωριά τους. Οργανώθηκε κατά τον τελειότερο τρόπο, έγινε μία αποικία λεπρών με εφαρμογή της αντιλεπρικής θεραπείας, όπως το έλαιο chaulmogra ή τα υδνοκαρπικά οξέα (το υδνοκαρπικό οξύ είναι στην πραγματικότητα ένα εκχύλισμα του ελαίου chaulmogra) και άλλα φάρμακα κατά της λέπρας. [...] Όσον αφορά τη γενική φροντίδα, παρασχέθηκε η συνήθης φροντίδα. [...] Έγινε μέσα αίθουσα κινηματογράφου, ψυχαγωγίας, ιατρείο, εκκλησία, προσωπικό και τα λοιπά.
Interview de l’ancien patient Pavlakis par Maurice Born (1971-1973)
Pavlakis était un lépreux qui avait été hospitalisé au service anti-lépreux de Sainte Barbe à Athènes, alors qu’il avait d’abord été hospitalisé sur l’île de Spinalonga pendant une quinzaine d’années.
Interview d’Epaminondas Remoundakis par Maurice Born (1971-1973)
E. Remoundakis, un patient atteint de la lèpre, a d’abord vécu pendant 21 ans à l’hôpital des lépreux de Spinalonga, puis au service anti-lépreux de Sainte Barbe à Athènes.
En 1942, sans considérer que sonner les cloches était interdit par les Italiens, E. Remoundakis a sonné les cloches de l’église de l’île pour informer les habitants de la région que quelque chose de grave se préparait…
1942 - Χωρίς να σκεφτεί ότι το χτύπημα των καμπάνων απαγορευόταν από τους Ιταλούς, ο E. Ρεμουντάκης χτύπησε τις καμπάνες της εκκλησίας του νησιού για να ενημερώσει τους κατοίκους της περιοχής ότι κάτι σοβαρό έρχεται...
[ΑΠΟΜΑΓΝΗΤΟΦΩΝΗΣΗ]
-[...] Τότε βλέπω τους Ιταλούς (Ιταλούς στρατιώτες) να ετοιμάζονται να περάσουν με βάρκα. Και είχαν ξιφολόγχες στα τουφέκια τους. Ξαφνικά καταλαβαίνω τι θα μπορούσε να συμβεί. Ο παπάς ήταν δίπλα μου και του είπα: "Πήγαινε στην εκκλησία και ετοίμασε τις λιτανείες στην Παναγία. Αυτές ήταν οι μέρες. Λοιπόν, ο Πάπας μπαίνει, όλοι τον ακολουθούν και αρχίζουν να απαγγέλλουν τη λιτανεία. Εκείνη την ημέρα έγινε μια προσευχή όπως σπάνια στη γη. Όλοι έκλαιγαν, ο κόσμος πανικοβαλλόταν, γιατί δεν ήξεραν ποια θα ήταν η αντίδραση των Ιταλών όταν χτυπούσαμε τις καμπάνες. Ο πραγματικός μας στόχος ήταν να διώξουμε όλους τους υγιείς ανθρώπους από το νησί, τους ανθρώπους των υπηρεσιών, αλλά και τα υγιή παιδιά. [...] Θέλαμε να αυτοκτονήσουμε παρά να πεθάνουμε αργά από την πείνα μπροστά στη μοίρα που μας είχε επιβληθεί. Όταν τελείωσε η λιτανεία, όλοι κατέβηκαν στην αποβάθρα, καθώς οι Ιταλοί έβγαιναν στη στεριά. Τους είπαμε ότι θέλαμε να ξαναζήσουμε τη θυσία του μοναστηριού της Αρκαδίας. [...] Τους είπαμε ξανά ότι προτιμούσαμε έναν άμεσο θάνατο από τον αργό θάνατο στον οποίο μας καταδίκασαν οι υγιείς άνθρωποι.
Τότε ο Ιταλός υπολοχαγός, που μιλούσε ελληνικά, μας ζήτησε να περιμένουμε. Θα έπαιρνε τον ιερέα μαζί του, θα πήγαιναν στη Νεάπολη (στην περιφερειακή διοίκηση των δυνάμεων κατοχής). Μας ζήτησε να μην κάνουμε τίποτα μέχρι να επιστρέψουν. Συμφωνήσαμε και, πράγματι, πήραν τον παπά και επέστρεψαν μετά από δύο ημέρες. Είχαν δει τον δεσπότη και τις αρχές κατοχής για να εξηγήσουν την κατάσταση. Την επόμενη ημέρα, το προσωπικό έφτασε με το υπηρεσιακό σκάφος, και στη συνέχεια οι αρχές, οι Ιταλοί. [...] Το πρωί, πριν φτάσουν, ζήτησα από τη γυναίκα μου να μου φτιάξει μια μπομπότα από καλαμποκάλευρο, την οποία έβαλα στην τσέπη μου.
Τότε είπα στις συγκεντρωμένες αρχές: "Εσείς οι Ευρωπαίοι που παρουσιάζεστε ως πρωταθλητές του πολιτισμού, πώς μπορείτε να μας αφήνετε να πεθαίνουμε αργά από την πείνα; Δίνοντάς μας μόνο αυτό ως τροφή! Ταυτόχρονα έβγαλα την μπομπότα -που ήταν γεμάτη σκουλήκια- για να τους ντροπιάσω. Αλλά είχα μιλήσει με αληθινούς όρους, που εξέφραζαν την πραγματικότητα της κατάστασής μας. Όλοι οι λεπροί έκλαιγαν και είδα ότι οι αρχές είχαν εντυπωσιαστεί. Τότε ο αξιωματούχος μίλησε και μας είπε: "Μην ανησυχείτε, σε δύο ημέρες θα σας φέρουμε φαγητό για να γεμίσετε τα στομάχια σας.
Interview de l’ancien lépreux de Spinalonga Manolis Fountoulakis à la chaîne de télévision crétoise TV Creta
Manolis Fountoulakis, patient à l' hôpital des maladies infectueuses "Sainte Barbe" à Athènes apprend par les habitants de Spinalonga les histoires de leur vie sur l' île et les reraconte.
- Υπηρετούσα, αστυνομικός, γραμματέας του πρώτου παραρτήματος ασφαλείας Πειραιώς. Είχε παρουσιαστεί και δύο μήνες και πλέον, μία κηλίδα πάνω στο μέτωπό μου. Τι είναι αυτή, έψαχνα να βρω τι είναι τι δεν είναι, μου λέγανε ότι είναι από το τσάι που πίνω. Είχα έναν κουμπάρο γιατρό, φίλο. Με πήρε, πήγαμε σε ένα δερματολόγο γιατρό, με εξέτασε, πήγαμε σε έναν μικροβιολόγο, μου πήρε αίμα και αυτός ανακάλυψε τον βάκιλο του Hansen, ότι η κηλίδα μου ήταν από τον βάκιλο του Hansen, από τη λέπρα. Ψάχνανε τον τρόπο με τον οποίο θα μου το έλεγαν. Εκεί, στον ψίθυρο απάνω, το άκουσε ένας γνωστός και πάει στο διοικητή και του λέει «Παναγιώτη – ήταν φίλοι με το διοικητή μου – Παναγιώτη, ο Μανώλης είναι λεπρός». Μου λέει ο διοικητής ύστερα από λίγο «Μανώλη, το βράδυ στις τέσσερις ώρα να είσαι εδώ. Θα έρθει ο γιατρός της αστυνομίας, ο κ. Κεσκίλας και θα πάτε μαζί στο νοσοκομείο για αυτή την κηλίδα που έχεις να σε φροντίσει να γίνεις καλά». Μπήκα μέσα «Καλησπέρα σας. Τι είναι εδώ που με φέρατε κύριοι;» μου λέει «Δεν ξέρεις παιδί μου;» λέω «Δεν ξέρω» μου λέει «ο Αντιλεπρικός Σταθμός είναι». Τότε κατάλαβα είμαι λεπρός.
- Πόσο ετών ήσασταν τότε; (δημοσιογράφος)
-Ήμουν είκοσι έξι χρονών. Εγώ καταρχάς ήξερα ότι η λέπρα δεν θεραπεύεται. Ήξερα την αγριάδα της, ήξερα το στίγμα, προπαντός το στίγμα να είσαι λεπρός. Πόσο δύσκολο ήταν για μία γενιά, για μία φαμίλια, να έχει ένα παιδί, έναν άρρωστο λεπρό. Εδώ δίπλα μας ήταν μία οικογένεια η οποία είχε έναν γιο. Είχε παντρευτεί ένα χρόνο και ύστερα είπανε «λεπρός» τον πήρανε, τον πήγαν στη Σπιναλόγκα. Αυτός είχε τρεις αδερφές. Κάθε πρωί και κάθε βράδυ, πριν φύγουν για τα χωράφια, για τις δουλειές τους, έβγαιναν απέξω, στο σπίτι μέσα αλλά προπαντός απέξω στα πεζούλια, έκαναν ένα μοιρολόγι, σαράντα μέρες, όσο κρατούν τα σαράντα ενός πεθαμένου. Σαν πέρασαν οι σαράντα μέρες, κατέβασαν τα τσεμπέρια, σαν να είχαν κάνει τη μεγαλύτερη ατιμία, σαν να είχαν κάνει τη μεγαλύτερη προσβολή. Γιατί; Γιατί είχανε έναν αδερφό άρρωστο. ‘Έμειναν και οι τρεις ανύπανδρες, κανείς δεν τις ζήτησε. Το στίγμα, προκατάληψη, αργός θάνατος.
- Οι δικοί σας πως αντέδρασαν; Ήταν κοντά σας όλη την περίοδο; Τους αφήσατε να είναι κοντά σας; Πως ήταν οι επαφές σας; (δημοσιογράφος)
- Έναν αδερφό είχα κοντά μου μόνο και ήταν στρατιώτης στην Καβάλα. Δεν είχα κανέναν άλλον κοντά μου. Σιγά - σιγά και εγώ μπήκα στη θεραπεία, αμέσως από την πρώτη ημέρα. Έκανα θεραπεία και με πείραξε στο στομάχι. Το φάρμακο ήταν τοξικό. Τότε, πολλοί την πάτησαν από τους αρρώστους, νόμιζαν ότι παίρνοντας περισσότερο φάρμακο θα γινόντουσαν γρηγορότερα καλά, αλλά αυτό τους δημιούργησε προβλήματα στα νεφρά και πέθαναν από νεφρική ανεπάρκεια.
Έφυγα τον Νοέμβριο του 1951. Το 1952 έπιασα δουλειά. Ο αδερφός μου είχε κατέβει από την Καβάλα, είχε μετατεθεί στο Γενικό Επιτελείο Στρατού. Είχαμε πάρει ένα δωματιάκι και μέναμε μαζί. Κάτσαμε μαζί, έπιασα δουλειά, πραγματοποίησα τα όνειρά μου, παντρεύτηκα μία κοπέλα η οποία με αγαπούσε, αγαπιόμασταν πριν αρρωστήσω και όταν το ‘ μάθε της είπα «τώρα να με ξεχάσεις» «Όχι, όπου εσύ και εγώ μαζί. Καθαρίστρια θα γίνω, νοσοκόμα θα γίνω, πλύστρα θα γίνω, όπου είσαι θα βρίσκομαι. Θα ‘μαι μαζί σου». Έδωσε ο Θεός, βρήκα δουλειά και παντρεύτηκα, κάναμε και μία κόρη. Φτωχικά αλλά πολύ ευτυχισμένη ζωή. Ζήσαμε μαζί από το 1954 έως το 1978. Το 1973, το τέλος του ’73, αρχές του ’74, έπαθα υποτροπή. ‘Έγινα, λουλουδιασμένο κορμί, καντήλες γέμισα, 41 πυρετό ανέβαινε, έκανα και θεραπεία, ήρθα στο σημείο να πεθάνω. «Λενιώ, πάρε με να με πας στο νοσοκομείο να πεθάνω, δε θέλω να πεθάνω σπίτι». Με παίρνει και πάμε πίσω στο νοσοκομείο. Με βλέπει ο διευθυντής μου λέει «πως κατάντησες έτσι;». Τέλος πάντων, από εκεί με αρχίζει θαλιδομίδη και σε δύο μήνες μέσα γύρευα να δουλέψω.
Η κόρη μας εν τω μεταξύ είχε μεγαλώσει, είχε μπει στο Πανεπιστήμιο, στην Ιατρική. Δούλευα ως νοσοκόμος για να μπορέσω να την σπουδάσουμε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, Ιατρική Αθηνών. Το 1978 πεθαίνει η γυναίκα μου η Λενιώ. Σε δύο μήνες μέσα, καρκίνος στις ωοθήκες. Τότε ήταν που είπα «Δεν υπάρχει άλλη ζωή, θα φύγω μαζί της». Εκείνη την ώρα, ήρθε η κόρη μου μπροστά «Και τούτο που θα το αφήσω;» λέω. Από τότε, αποχαιρέτησα τη Λενιώ μου και στάθηκα δίπλα στην κόρη μου. Να είναι καλά, να έχει την ευχή μου, γιατί μου έχει δώσει τόσες χαρές, τόση ομορφιά που δεν μπορώ να ευχαριστήσω τον Θεό, δεν ξέρω πως να τον ευχαριστήσω με αυτή τη ζωή που μου έχει δώσει, μια ευτυχισμένη ζωή. Τα τελευταία χρόνια με την κόρη, μεγάλωσε, σπούδασε, τώρα είναι παθολόγος - αιματολόγος, διευθύντρια στην αιμοδοσία του Κρατικού Νικαίας 61 χρόνια τώρα με πολεμάει και την κρατάω στην πλάτη μου, τη σέρνω μαζί μου.