Νεότεροι χρόνοι
Η περίοδος του Λεπροκομείου (1903-1957)
Η λέπρα αποτελεί μία χρόνια μολυσματική αρρώστια του νευρικού συστήματος και κυρίως του δέρματος, που προκαλεί μεταξύ άλλων παραμορφώσεις, απώλεια δαχτύλων και μύτης, ενώ σταδιακά οδηγεί σε τύφλωση. Είναι γνωστή και ως νόσος του Χάνσεν, από τον Νορβηγό γιατρό Gerhard Armauer Hansen, που το 1873 ανακαλύπτει το μυκοβακτήριο της λέπρας. Θεωρείται μεταδοτική αρρώστια, αν και οι ακριβείς συνθήκες μετάδοσης δεν είναι απολύτως κατανοητές –ακόμα και σήμερα.
Η ασθένεια της λέπρας είναι ιδιαίτερα διαδεδομένη στην Κρήτη κατά τον 18ο και 19ο αιώνα. Στους οθωμανικούς χρόνους οι λεπροί ζουν έξω από τις πόλεις, σε περιοχές που ονομάζονται «μεσκηνιές», από το τουρκικό miskinΗ Κρητική Πολιτεία (1898-1913) θέλοντας να αντιμετωπίσει την κατάσταση αυτή και μέσα στο νεωτερικό πλαίσιο της εποχής που υπαγορεύει την απομόνωση των ασθενών από τον «υγιή» πληθυσμό αποφασίζει το 1903 τον υποχρεωτικό εγκλεισμό όλων των λεπρών της Κρήτης στη νησίδα της Σπιναλόγκας. Η επιλογή υπαγορεύεται από την ύπαρξη των εγκαταλειμμένων οθωμανικών σπιτιών αλλά και από την πρόθεση εκδίωξης του μουσουλμανικό πληθυσμού που έχει απομείνει στη νησίδα. Οι πρώτοι λεπροί εγκαθίστανται το 1904. Μέχρι και το 1913, η κατάσταση και οι συνθήκες σίτισης, στέγασης και ιατρικής περίθαλψης είναι ιδιαίτερα υποβαθμισμένες. Οι εξαιρετικά δυσμενείς αυτές συνθήκες οδηγούν σε πολλές απόπειρες απόδρασης ασθενών από τη νησίδα αλλά και απόπειρες αυτοκτονίας κυρίως από νεοφερμένους.
Μετά την ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα το 1913, στο Λεπροκομείο της Σπιναλόγκας έρχονται ασθενείς και από τον υπόλοιπο ελλαδικό χώρο. Το 1925 τοποθετείται ως διευθυντής του Λεπροκομείου, ο ιατρός Εμμανουήλ Γραμματικάκης, ενώ το 1927 το επισκέπτεται ο Γάλλος νομπελίστας ιατρός Charles Nicolle. Μετά την επιστροφή του στο Παρίσι αποστέλλει 10.000 δόσεις του αντιλεπρικού φαρμάκου Hygranol. Το 1928 ξεκινούν μεθοδικότερες προσπάθειες για τη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης στη νησίδα. Για παράδειγμα, επισκευάζεται και διαρρυθμίζεται το μουσουλμανικό τζαμί στη Σπιναλόγκα για να στεγάσει νοσηλευτική μονάδα και φαρμακείο, το Νοσοκομείο, αν και στην ουσία χρησιμοποιείται περισσότερο ως χώρος φιλοξενίας των ασθενών και αποθήκη υλικού. Στην υπόλοιπη Ελλάδα, καθοριστική για την προσπάθεια αντιμετώπισης της νόσου είναι η ίδρυση του Αντιλεπρικού Σταθμού στην Αγία Βαρβάρα το 1929, ένα ίδρυμα στο οποίο εφαρμόζονται διάφορες θεραπευτικοί μέθοδοι σε αντίθεση με τη Σπιναλόγκα.
Οι συνθήκες αρχίζουν να βελτιώνονται ουσιαστικά μόνο όταν οι ίδιοι οι ασθενείς ιδρύουν την «Αδελφότητα Ασθενών Σπιναλόγκας, Άγιος Παντελεήμων». Στον αγώνα των ασθενών καθοριστικό ρόλο έχει ο φοιτητής της Νομικής Σχολής Αθηνών, Επαμεινώνδας Ρεμουντάκης, που φθάνει στο νησί ως ασθενής το 1936. Μαζί με άλλους νέους έγκλειστους, που έχουν γραμματικές γνώσεις και προοδευτικές ιδέες, οργανώνουν σε σημαντικό βαθμό την κοινότητα της Σπιναλόγκας. Με προσωπική εργασία των ασθενών και με τη βοήθεια ντόπιων μαστόρων καθαρίζεται ο οικισμός, ασβεστώνονται τα σπίτια, λαμβάνονται μέτρα υγιεινής, τακτοποιούνται τα ερείπια, ενώ παράλληλα δημιουργούνται κοινόχρηστοι χώροι αναψυχής, όπως τα γραφεία του σωματείου που φιλοξενούν μία μικρή βιβλιοθήκη και ραδιόφωνο. Για πρώτη φορά επίσης το Ελληνικό κράτος αποστέλλει στη Σπιναλόγκα νοσοκομειακό προσωπικό, καθώς και μεγάλες ποσότητες ιατρικών προμηθειών. Το διάστημα επίσης 1937-1939 κατασκευάζονται στη Σπιναλόγκα κοιτώνες για τους ασθενείς, ενώ κατά το διάστημα 1938-1939 διανοίγεται και ο
Οι προσπάθειες για τη βελτίωση της καθημερινότητας των ασθενών στη Σπιναλόγκα διακόπτονται εξαιτίας του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και της Ιταλικής και Γερμανικής κατοχής στην Κρήτη. Οι συνθήκες διαβίωσης των ασθενών στο νησίδα αυτή την περίοδο είναι εξαιρετικά δύσκολες. Πολλοί πεθαίνουν από υποσιτισμό, ενώ όσοι προσπαθούν να βρουν τρόφιμα κολυμπώντας ως τις απέναντι ακτές της Πλάκας εκτελούνται από τους Γερμανούς.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1940 και στις αρχές της δεκαετίας του 1950 πραγματοποιούνται αλλαγές στο επίπεδο των υποδομών όχι όμως και στο επίπεδο της ιατρικής περίθαλψης. Μετά από προσπάθειες των ασθενών και της διοίκησης του Λεπροκομείου φτάνουν δύο ασθενοφόρα για τη μεταφορά των ασθενών σε νοσοκομεία της περιοχής, αλλά και μια γεννήτρια για την παροχή ηλεκτρικού ρεύματος. Επιπλέον, γίνεται αποδεκτό το αίτημα των ασθενών να επισκευάσουν μικρές βάρκες για να ψαρεύουν.
Αν και η ανακάλυψη της θεραπείας για τη λέπρα γίνεται το 1941 με την εφαρμογή της ουσίας της προμίνης, στη Σπιναλόγκα οι νέες φαρμακευτικές ουσίες χορηγούνται για πρώτη φορά από το 1948 με εντυπωσιακά αποτελέσματα στην ίαση των ασθενών. Εκδίδονται λοιπόν για πρώτη φορά εξιτήρια σύντομης διάρκειας, τερματίζοντας το καθεστώς απόλυτης απομόνωσης των εγκλείστων. Μάλιστα κατά την επανεξέταση ορισμένων ασθενών διαπιστώνεται πως είχαν πέσει θύματα λανθασμένης διάγνωσης και είχαν εγκλειστεί στη νησίδα χωρίς λόγο.
Από τα μέσα του 1952 η ελληνική κυβέρνηση αρχίζει να προωθεί τη κατάργηση όλων των λεπροκομείων και την ίδρυση ενός κεντρικού θεραπευτικού ιδρύματος στην Αθήνα. Η καθυστέρηση όμως εφαρμογή των συγκεκριμένων μέτρων έχει ως αποτέλεσμα τις δυναμικές αντιδράσεις των ασθενών, οι οποίοι το 1953 ξεκινούν απεργία πείνας. Το 1955 ψηφίζεται το νομοθετικό διάταγμα που τερματίζει το καθεστώς εγκλεισμού και απομόνωσης των φορέων της νόσου, ωστόσο το Λεπροκομείο στην Σπιναλόγκα εξακολουθεί να λειτουργεί, καθώς είναι απαραίτητο για την οικονομική επιβίωση ολόκληρης της γειτονικής επαρχίας του Μεραμπέλλου. Τελικά η οργάνωση της αναχώρησης των ασθενών από τη νησίδα αρχίζει το 1956. Το 1957 οι τελευταίοι, περίπου τριάντα, ασθενείς, μεταφέρονται στον Αντιλεπρικό Σταθμό του Νοσοκομείου Λοιμωδών Νόσων, την Αγία Βαρβάρα στην Αθήνα, και το Λεπροκομείο της Σπιναλόγκας κλείνει οριστικά.