Η καθημερινή ζωή στο Λεπροκομείο
Οι άνθρωποι που εγκλείονται στη Σπιναλόγκα προέρχονται κυρίως από αγροτικές οικογένειες με σχετικά χαμηλό εισόδημα και μορφωτικό επίπεδο. Ζουν αποκλεισμένοι, μακριά από τις οικογένειές τους, παλεύοντας με μία βασανιστική ασθένεια και επιβιώνοντας με δυσκολία πάνω στη δύσβατη και άνυδρη νησίδα. Ο τρόπος ζωής τους καθορίζεται από τα κανονιστικά διατάγματα που θεσπίζονται από την Κρητική Πολιτεία και αργότερα από το Ελληνικό κράτος. Από την ώρα του εγκλεισμού τους οι ασθενείς στερούνται τα πολιτικά τους δικαιώματα, χάνουν τα περιουσιακά τους στοιχεία και στην περίπτωση που είναι έγγαμοι οι γάμοι τους ακυρώνονται.
Οι λεπροί εγκαθίστανται στα χαμηλά επίπεδα του παλαιού οικισμού, γύρω από τις δύο πύλες του φρουρίου, και διαμορφώνουν μία ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα με ιδιότυπους κανόνες και αξίες. Κατά τις πρώτες δεκαετίες κατοικούν αποκλειστικά στα υπάρχοντα σπίτια, που είναι παλαιά και δεν διαθέτουν ούτε τις στοιχειώδεις ανέσεις. Αργότερα, κατά τη δεκαετία του 1930, οικοδομούνται νέα κτήρια και βελτιώνονται αισθητά οι συνθήκες διαβίωσης
Με το επίδομα της πολιτείας διαθέτουν οικονομική αυτάρκεια και έχουν τη δυνατότητα να αγοράσουν τα στοιχειώδη είδη διατροφής. Ένα μικρό παζάρι στήνεται έξω από την κεντρική Πύλη. Οι ασθενείς κατεβαίνουν ως εκεί, για να προμηθευτούν από ντόπιους παραγωγούς διάφορα αγαθά και με τη μεσολάβηση του φύλακα πληρώνουν με χρήματα που έπρεπε προηγουμένως να έχουν απολυμανθεί. Ό,τι άλλο χρειάζεται, το παραγγέλλουν στην πόλη του Αγίου Νικολάου ή το προμηθεύονται από τα παντοπωλεία, που υπάρχουν στη νησίδα. Στη νησίδα λειτουργούν επίσης καφενεία, που εκμεταλλεύονται οι ίδιοι οι λεπροί. Όσοι έχουν δυνάμεις ασχολούνται με την καλλιέργεια κηπευτικών και το ψάρεμα.
Ο κάθε λεπρός ζει στο δικό του προσωπικό χώρο και έχει το δικό του νοικοκυριό. Λέγεται ότι υπάρχουν μανάδες και σύζυγοι αρρώστων που ακολουθούν τους ανθρώπους τους και εγκαθίστανται μαζί τους στη Σπιναλόγκα, για να τους φροντίζουν. Αξίζει να σημειωθεί ότι ιερείς ζουν μαζί με τους λεπρούς, για να εκτελούν τη θεία λειτουργία και να τους συμπαραστέκονται. Άλλωστε, παρόλο που η πολιτεία απαγορεύει τον γάμο στους λεπρούς, πολλοί παντρεύονται και γεννούν παιδιά υγιή, που ζουν στη νησίδα μαζί με τους γονείς τους. Μετά το 1938, ιδρύεται ένα παράρτημα για παιδιά στο Νοσοκομείο Λοιμωδών Νόσων Αγίας Βαρβάρας και τα «λεπροπαίδια» της Σπιναλόγκας μετακινούνται υποχρεωτικά και εγκαθίστανται εκεί, όπου τα παρακολουθούν ιατρικά μέχρι την ενηλικίωσή τους.
Το μεγαλύτερο τμήμα των λειτουργικών εξόδων του Λεπροκομείου καλύπτεται από δωρεές. Επίσης, πολλές φιλανθρωπικές οργανώσεις στέλνουν στη Σπιναλόγκα δέματα με ρουχισμό και τρόφιμα.
Η περίθαλψη των ασθενών είναι υποτυπώδης. Οι μαρτυρίες διαφόρων ελλήνων και ξένων γιατρών και ερευνητών καθώς και υπηρεσιακών παραγόντων, που επισκέπτονται το Λεπροκομείο, καταδεικνύουν την απουσία υποδομής και θεραπευτικής αγωγής. Μετά το 1948, οπότε στη Σπιναλόγκα ξεκινά η νέα αντιλεπρική θεραπεία, που έχει εντυπωσιακά αποτελέσματα, αρχίζει η κοινωνική επανένταξη των ασθενών και οι περισσότεροι επιστρέφουν στον τόπο καταγωγής τους.
Οι χανσενικοί τελικά καταφέρνουν να φύγουν από την απομόνωση, ωστόσο η κοινωνική τους επανένταξη είναι σχεδόν αδύνατη λόγω του κοινωνικού στιγματισμού. Η κοινωνία έχει μάθει να τους αποστρέφεται και δεν υπάρχει χώρος για αυτούς μεταξύ των «υγιών». Μάλιστα, τα συναισθήματα της απόρριψης, που βιώνουν μετά την απελευθέρωση από τη Σπιναλόγκα και τη μεταφορά τους στον Αντιλεπρικό Σταθμό είναι τόσο έντονα, ώστε ορισμένοι ασθενείς να νοσταλγούν τη ζωή στη νησίδα. Εκεί τουλάχιστον προστατεύονταν από την κοινωνία που τους απέρριπτε ως στιγματισμένους.
Από τη σκοπιά των κατοίκων της ευρύτερης περιοχής, η λειτουργία του Λεπροκομείου παρουσιάζει κάποια θετικά αποτελέσματα, καθώς ανακουφίζει οικονομικά τη φτωχή τότε αυτή περιοχή του Μεραμπέλου. Η προμήθεια των ειδών διατροφής και η φροντίδα των ασθενών συνιστά ένα σημαντικό έσοδο για πολλά νοικοκυριά. Κατά την τελευταία δεκαετία της λειτουργία του Λεπροκομείου το προσωπικό απαρτίζεται από έναν διοικητικό Διευθυντή, έναν γιατρό, έναν διαχειριστή, έναν λογιστή, πέντε νοσοκόμους, έναν απολυμαντή, έναν ιερέα, οκτώ λεμβούχους, δέκα φύλακες, δέκα γυναίκες πλύντριες και δέκα γυναίκες για την περιποίηση των ανήμπορων λεπρών. Αρκετοί από το προσωπικό διαμένουν απέναντι, στον οικισμό της Πλάκας, ο οποίος στην ουσία αναπτύσσεται για την υποστήριξη του Λεπροκομείου.